Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αθάνατος (επίθετο) - (παρόμοια:
θάνατος
-
αδύνατος
-
ετοιμοθάνατος
)
Συνώνυμα
αιώνιος
ατέρμων
αδιάφθορος
3
Αντώνυμα
θνητός
φθαρτός
προσωρινός
3
Ορισμός
που δεν πεθαίνει ποτέ ή δεν καταστρέφεται
που διατηρείται για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
που έχει υπερφυσικές ιδιότητες και δεν υπόκειται στον θάνατο
3
Παραδείγματα
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι θεοί είναι αθάνατοι.
Η φήμη του ως ποιητή τον έκανε αθάνατο.
Το έργο του θεωρείται αθάνατο λόγω της αξίας του.
3