Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αδύνατος (επίθετο) - (παρόμοια:
αδύνατο
-
αδύνατη
-
αδύναμος
-
αθάνατος
)
Συνώνυμα
ασθενικός
εξασθενημένος
αδύναμος
3
Αντώνυμα
δυνατός
γερός
ρωμαλέος
3
Ορισμός
Που δεν έχει δύναμη, που είναι ασθενής.
Που δεν έχει την ικανότητα να επιτύχει κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο ασθενής ήταν πολύ αδύνατος μετά την εγχείρηση.
Η προσπάθειά του ήταν αδύνατη να αλλάξει την κατάσταση.
2