1. Λέξη
    αθωώνω (ρήμα) - (παρόμοια: αθωώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συγχωρώ
    • εξιλεώνω
    • απαλλάσσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταδικάζω
    • κατηγορώ
    • ενοχοποιώ
    3
  4. Ορισμός
    • Καθαρίζω κάποιον από την ενοχή ή την κατηγορία.
    • Ελευθερώνω κάποιον από μια ποινή ή μια ενοχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής αθώωσε τον κατηγορούμενο λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
    • Μετά από πολλά χρόνια, αθωώθηκε τελικά από τα εγκλήματα που του αποδίδονταν.
    2