Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αθωώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αγχώνομαι
-
απλώνομαι
-
αθωώνω
-
ακυρώνομαι
-
χώνομαι
-
αφοσιώνομαι
-
υψώνομαι
-
ενώνομαι
-
αφήνομαι
-
αμύνομαι
-
απογειώνομαι
)
Συνώνυμα
απαλλάσσομαι
εξαγνίζομαι
απολυτρόνομαι
3
Αντώνυμα
καταδικάζομαι
ενοχοποιούμαι
κατηγορώμαι
3
Ορισμός
να δικαιολογούμαι ή να απαλλάσσομαι από μια κατηγορία ή ενοχή
να θεωρούμαι αθώος ή αμόλυντος
2
Παραδείγματα
Ο κατηγορούμενος αθωώθηκε από το δικαστήριο λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Μετά από πολλές προσπάθειες, αθωώθηκε από τις ψευδείς κατηγορίες.
2