Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αιχμή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αιχμηρός
)
Συνώνυμα
άκρη
μύτη
κορυφή
3
Αντώνυμα
βάση
πυθμένας
2
Ορισμός
Η πιο οξεία ή αιχμηρή άκρη ενός αντικειμένου.
Η κορυφή ενός βουνού ή λόφου.
Στρατιωτικός όρος για το μπροστινό μέρος μιας φάλαγγας.
3
Παραδείγματα
Η αιχμή του μαχαιριού ήταν πολύ κοφτερή.
Αποφάσισαν να κατασκηνώσουν στην αιχμή του βουνού.
Οι στρατιώτες σχημάτισαν την αιχμή της επίθεσης.
3