Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αιχμηρός (επίθετο) - (παρόμοια:
αιχμή
-
μηρός
-
αιματηρός
)
Συνώνυμα
οξύς
τραχύς
δριμύς
πικρός
4
Αντώνυμα
αμβλύς
μαλακός
ήπιος
3
Ορισμός
Εκείνος που έχει αιχμή ή μπορεί να κόψει ή να τρυπήσει εύκολα.
Εκφραστικός, με έντονο και δυνατό χαρακτήρα.
Εκείνος που προκαλεί έντονη εντύπωση ή αίσθηση.
3
Παραδείγματα
Ο πολεμιστής κρατούσε ένα αιχμηρό σπαθί.
Η αιχμηρή κριτική του τον έκανε να αναθεωρήσει τη στάση του.
Ένιωσε ένα αιχμηρό πόνο στο πλευρό του.
3