1. Λέξη
    αιχμηρός (επίθετο) - (παρόμοια: αιχμή - μηρός - αιματηρός)
  2. Συνώνυμα
    • οξύς
    • τραχύς
    • δριμύς
    • πικρός
    4
  3. Αντώνυμα
    • αμβλύς
    • μαλακός
    • ήπιος
    3
  4. Ορισμός
    • Εκείνος που έχει αιχμή ή μπορεί να κόψει ή να τρυπήσει εύκολα.
    • Εκφραστικός, με έντονο και δυνατό χαρακτήρα.
    • Εκείνος που προκαλεί έντονη εντύπωση ή αίσθηση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πολεμιστής κρατούσε ένα αιχμηρό σπαθί.
    • Η αιχμηρή κριτική του τον έκανε να αναθεωρήσει τη στάση του.
    • Ένιωσε ένα αιχμηρό πόνο στο πλευρό του.
    3