Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακαταστασία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναστασία
-
ακατάστατα
)
Συνώνυμα
αταξία
αναστάτωση
ασυδοσία
3
Αντώνυμα
τάξη
οργάνωση
ηρεμία
3
Ορισμός
Η έλλειψη τάξης ή οργάνωσης.
Η κατάσταση της σύγχυσης και της αναστάτωσης.
2
Παραδείγματα
Η ακαταστασία στο δωμάτιό του ήταν εμφανής, με ρούχα και βιβλία σκορπισμένα παντού.
Μετά τη συναυλία, η ακαταστασία στο πάρκινγκ ήταν μεγάλη.
2