Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακατάστατα (επίρρημα) - (παρόμοια:
ακατάστατος
-
ακαταστασία
)
Συνώνυμα
ανακατωμένα
ασυστήματα
χαοτικά
3
Αντώνυμα
τακτοποιημένα
οργανωμένα
συστηματικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που δείχνει έλλειψη τάξης ή οργάνωσης.
Χωρίς συγκεκριμένη σειρά ή δομή.
2
Παραδείγματα
Τα ρούχα του ήταν πεταμένα ακατάστατα στο πάτωμα.
Οι σημειώσεις του ήταν γραμμένες ακατάστατα, χωρίς καμία λογική.
2