1. Λέξη
    ακατάστατα (επίρρημα) - (παρόμοια: ακατάστατος - ακαταστασία)
  2. Συνώνυμα
    • ανακατωμένα
    • ασυστήματα
    • χαοτικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • τακτοποιημένα
    • οργανωμένα
    • συστηματικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δείχνει έλλειψη τάξης ή οργάνωσης.
    • Χωρίς συγκεκριμένη σειρά ή δομή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα ρούχα του ήταν πεταμένα ακατάστατα στο πάτωμα.
    • Οι σημειώσεις του ήταν γραμμένες ακατάστατα, χωρίς καμία λογική.
    2