1. Λέξη
    ακατοίκητος (επίθετο) - (παρόμοια: ακατάστατος - ανίκητος - ακαταμάχητος)
  2. Συνώνυμα
    • ερημικός
    • άδειος
    • απομονωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατοικημένος
    • πληθυσμένος
    • καθιερωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν κατοικείται ή δεν έχει μόνιμους κατοίκους
    • που δεν έχει κατοικηθεί ή δεν είναι κατάλληλος για κατοίκηση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το νησί είναι ακατοίκητο λόγω έλλειψης πόσιμου νερού.
    • Αγόρασαν ένα ακατοίκητο οικόπεδο για να χτίσουν το σπίτι τους.
    2