Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακατοίκητος (επίθετο) - (παρόμοια:
ακατάστατος
-
ανίκητος
-
ακαταμάχητος
)
Συνώνυμα
ερημικός
άδειος
απομονωμένος
3
Αντώνυμα
κατοικημένος
πληθυσμένος
καθιερωμένος
3
Ορισμός
που δεν κατοικείται ή δεν έχει μόνιμους κατοίκους
που δεν έχει κατοικηθεί ή δεν είναι κατάλληλος για κατοίκηση
2
Παραδείγματα
Το νησί είναι ακατοίκητο λόγω έλλειψης πόσιμου νερού.
Αγόρασαν ένα ακατοίκητο οικόπεδο για να χτίσουν το σπίτι τους.
2