Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακατάστατος (επίθετο) - (παρόμοια:
ακατάστατα
-
ακατοίκητος
-
υποκατάστατο
)
Συνώνυμα
αποδιοργανωμένος
ανακατωμένος
χαώδης
3
Αντώνυμα
οργανωμένος
τακτοποιημένος
διατεταγμένος
3
Ορισμός
Που δεν είναι τακτοποιημένος ή δεν έχει τάξη.
Που χαρακτηρίζεται από σύγχυση ή αταξία.
2
Παραδείγματα
Το δωμάτιό του ήταν πάντα ακατάστατο, με ρούχα και βιβλία σκορπισμένα παντού.
Μετά το πάρτι, το σαλόνι έμεινε τελείως ακατάστατο.
2