1. Λέξη
    ακροβάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναβάτης)
  2. Συνώνυμα
    • ακροπατικιστής
    • τραπεζοκαμωμένος
    • ισορροπιστής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακίνητος
    • σταθερός
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που εκτελεί ακροβατικά, ιδιαίτερα σε μεγάλο ύψος ή σε στενό χώρο.
    • Πρόσωπο που εκτελεί επικίνδυνες ή εντυπωσιακές κινήσεις για ψυχαγωγία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ακροβάτης περπάτησε στο σχοινί χωρίς ασφάλεια.
    • Οι ακροβάτες στο τσίρκο έκαναν εντυπωσιακές κινήσεις.
    2