Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακροβάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναβάτης
)
Συνώνυμα
ακροπατικιστής
τραπεζοκαμωμένος
ισορροπιστής
3
Αντώνυμα
ακίνητος
σταθερός
2
Ορισμός
Άτομο που εκτελεί ακροβατικά, ιδιαίτερα σε μεγάλο ύψος ή σε στενό χώρο.
Πρόσωπο που εκτελεί επικίνδυνες ή εντυπωσιακές κινήσεις για ψυχαγωγία.
2
Παραδείγματα
Ο ακροβάτης περπάτησε στο σχοινί χωρίς ασφάλεια.
Οι ακροβάτες στο τσίρκο έκαναν εντυπωσιακές κινήσεις.
2