Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναβάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναβάλω
-
αναβάλλω
-
ακροβάτης
-
παραβάτης
)
Συνώνυμα
καβαλάρης
ιππέας
οδηγός
3
Αντώνυμα
πεζός
απόβαρη
2
Ορισμός
Ο άνθρωπος που καβαλάει ένα ζώο, ιδίως ένα άλογο.
Ο άνθρωπος που οδηγεί μοτοσικλέτα, ποδήλατο ή άλλο όχημα.
2
Παραδείγματα
Ο αναβάτης κατέβηκε από το άλογο με ευκολία.
Ο αναβάτης της μοτοσικλέτας φορούσε κράνος.
2