1. Λέξη
    αναβάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναβάλω - αναβάλλω - ακροβάτης - παραβάτης)
  2. Συνώνυμα
    • καβαλάρης
    • ιππέας
    • οδηγός
    3
  3. Αντώνυμα
    • πεζός
    • απόβαρη
    2
  4. Ορισμός
    • Ο άνθρωπος που καβαλάει ένα ζώο, ιδίως ένα άλογο.
    • Ο άνθρωπος που οδηγεί μοτοσικλέτα, ποδήλατο ή άλλο όχημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αναβάτης κατέβηκε από το άλογο με ευκολία.
    • Ο αναβάτης της μοτοσικλέτας φορούσε κράνος.
    2