1. Λέξη
    ακρωτηριάζω (ρήμα) - (παρόμοια: ακρωτηριασμός)
  2. Συνώνυμα
    • κομματιάζω
    • αποκεφαλίζω
    • ακρωτηριάζω
    • αποτελειώνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • συγκολλώ
    • επιδιορθώνω
    • θεραπεύω
    • ανασυνθέτω
    4
  4. Ορισμός
    • Κόβω ή αφαιρώ ένα μέλος ή μέρος του σώματος.
    • Καταστρέφω ή ακυρώνω κάτι εντελώς.
    • Περικόπτω σημαντικό μέρος ενός κειμένου ή μιας ομιλίας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός ακρωτηρίασε το πόδι του ασθενή για να σώσει τη ζωή του.
    • Η κυβέρνηση ακρωτηρίασε το νομοσχέδιο, αφαιρώντας σημαντικές διατάξεις.
    • Ο πόλεμος ακρωτηρίασε ολόκληρες οικογένειες, αφήνοντας πίσω τραγωδίες.
    3