Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακρωτηριάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ακρωτηριασμός
)
Συνώνυμα
κομματιάζω
αποκεφαλίζω
ακρωτηριάζω
αποτελειώνω
4
Αντώνυμα
συγκολλώ
επιδιορθώνω
θεραπεύω
ανασυνθέτω
4
Ορισμός
Κόβω ή αφαιρώ ένα μέλος ή μέρος του σώματος.
Καταστρέφω ή ακυρώνω κάτι εντελώς.
Περικόπτω σημαντικό μέρος ενός κειμένου ή μιας ομιλίας.
3
Παραδείγματα
Ο γιατρός ακρωτηρίασε το πόδι του ασθενή για να σώσει τη ζωή του.
Η κυβέρνηση ακρωτηρίασε το νομοσχέδιο, αφαιρώντας σημαντικές διατάξεις.
Ο πόλεμος ακρωτηρίασε ολόκληρες οικογένειες, αφήνοντας πίσω τραγωδίες.
3