Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακρωτηριασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ακρωτηριάζω
-
πλειστηριασμός
-
αγιασμός
)
Συνώνυμα
ακρωτηρίαση
ακρωτηρία
αποκοπή
3
Αντώνυμα
συντήρηση
διατήρηση
επιδιόρθωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της αφαίρεσης ενός μέρους του σώματος, συνήθως λόγω τραυματισμού ή ασθένειας.
Η χειρουργική αφαίρεση ενός άκρου ή μέρους του σώματος.
2
Παραδείγματα
Ο ακρωτηριασμός του ποδιού ήταν απαραίτητος λόγω σοβαρής μόλυνσης.
Μετά τον ακρωτηριασμό του χεριού, χρειάστηκε να μάθει να κάνει διάφορες δραστηριότητες με το άλλο χέρι.
2