1. Λέξη
    ακρωτηριασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ακρωτηριάζω - πλειστηριασμός - αγιασμός)
  2. Συνώνυμα
    • ακρωτηρίαση
    • ακρωτηρία
    • αποκοπή
    3
  3. Αντώνυμα
    • συντήρηση
    • διατήρηση
    • επιδιόρθωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της αφαίρεσης ενός μέρους του σώματος, συνήθως λόγω τραυματισμού ή ασθένειας.
    • Η χειρουργική αφαίρεση ενός άκρου ή μέρους του σώματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ακρωτηριασμός του ποδιού ήταν απαραίτητος λόγω σοβαρής μόλυνσης.
    • Μετά τον ακρωτηριασμό του χεριού, χρειάστηκε να μάθει να κάνει διάφορες δραστηριότητες με το άλλο χέρι.
    2