1. Λέξη
    ακτινοβολία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ακτινογραφία)
  2. Συνώνυμα
    • ακτινοβολία
    • ακτινοβολία
    • ακτινοβολία
    3
  3. Αντώνυμα
    • απουσία ακτινοβολίας
    • ακτινοβολία
    2
  4. Ορισμός
    • Η εκπομπή ή μεταφορά ενέργειας με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ή σωματιδίων.
    • Η διαδικασία με την οποία η ενέργεια εκπέμπεται από μια πηγή και διαδίδεται μέσω ενός μέσου ή του κενού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ακτινοβολία του ήλιου είναι απαραίτητη για τη ζωή στη Γη.
    • Οι ακτινοβολίες Χ χρησιμοποιούνται στη ιατρική για τη διάγνωση ασθενειών.
    2