Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακτινοβολία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ακτινογραφία
)
Συνώνυμα
ακτινοβολία
ακτινοβολία
ακτινοβολία
3
Αντώνυμα
απουσία ακτινοβολίας
ακτινοβολία
2
Ορισμός
Η εκπομπή ή μεταφορά ενέργειας με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ή σωματιδίων.
Η διαδικασία με την οποία η ενέργεια εκπέμπεται από μια πηγή και διαδίδεται μέσω ενός μέσου ή του κενού.
2
Παραδείγματα
Η ακτινοβολία του ήλιου είναι απαραίτητη για τη ζωή στη Γη.
Οι ακτινοβολίες Χ χρησιμοποιούνται στη ιατρική για τη διάγνωση ασθενειών.
2