Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακτινογραφία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ακτινοβολία
-
πορνογραφία
-
αλληλογραφία
-
βιογραφία
)
Συνώνυμα
ακτινοσκόπηση
ακτινογραφική εξέταση
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια διαγνωστική μέθοδος που χρησιμοποιεί ακτινοβολία για τη λήψη εικόνων του εσωτερικού του σώματος.
Η εικόνα που προκύπτει από μια τέτοια εξέταση.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός διέταξε μια ακτινογραφία του θώρακα για να ελέγξει για πνευμονία.
Η ακτινογραφία έδειξε κάταγμα στο χέρι του ασθενούς.
2