1. Λέξη
    ακτινογραφία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ακτινοβολία - πορνογραφία - αλληλογραφία - βιογραφία)
  2. Συνώνυμα
    • ακτινοσκόπηση
    • ακτινογραφική εξέταση
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μια διαγνωστική μέθοδος που χρησιμοποιεί ακτινοβολία για τη λήψη εικόνων του εσωτερικού του σώματος.
    • Η εικόνα που προκύπτει από μια τέτοια εξέταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός διέταξε μια ακτινογραφία του θώρακα για να ελέγξει για πνευμονία.
    • Η ακτινογραφία έδειξε κάταγμα στο χέρι του ασθενούς.
    2