Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακυρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ακυρώνομαι
-
πυρώνω
)
Συνώνυμα
αναιρώ
καταργώ
ακυρώνω
αποποιούμαι
4
Αντώνυμα
επιβεβαιώνω
εγκρίνω
επικυρώνω
εγκρίνω
4
Ορισμός
Κάνω κάτι άκυρο ή ανύπαρκτο, αφαιρώντας την ισχύ ή την εγκυρότητά του.
Απορρίπτω ή ακυρώνω μια απόφαση, συμφωνία ή έγγραφο.
2
Παραδείγματα
Ο δικαστής ακύρωσε την απόφαση λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Η εταιρεία ακύρωσε τη συνάντηση λόγω απρόβλεπτων γεγονότων.
2