1. Λέξη
    ακυρώνω (ρήμα) - (παρόμοια: ακυρώνομαι - πυρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • αναιρώ
    • καταργώ
    • ακυρώνω
    • αποποιούμαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • επιβεβαιώνω
    • εγκρίνω
    • επικυρώνω
    • εγκρίνω
    4
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι άκυρο ή ανύπαρκτο, αφαιρώντας την ισχύ ή την εγκυρότητά του.
    • Απορρίπτω ή ακυρώνω μια απόφαση, συμφωνία ή έγγραφο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής ακύρωσε την απόφαση λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
    • Η εταιρεία ακύρωσε τη συνάντηση λόγω απρόβλεπτων γεγονότων.
    2