1. Συνώνυμα
    • αναιρούμαι
    • καταργούμαι
    • απορρίπτομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • επιβεβαιώνομαι
    • εγκρίνομαι
    • επιτυγχάνω
    3
  3. Ορισμός
    • Να ακυρώνομαι σημαίνει να μην ισχύω πλέον, να αναιρούμαι ή να καταργούμαι.
    • Να μη γίνομαι δεκτός ή να απορρίπτομαι.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η συνδιάσκεψη ακυρώθηκε λόγω έλλειψης συμμετοχής.
    • Η αίτησή του ακυρώθηκε επειδή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις.
    2