Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ακυρώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ακυρώνω
-
λερώνομαι
-
αγχώνομαι
-
απλώνομαι
-
αθωώνομαι
-
πληρώνομαι
-
χώνομαι
-
αφοσιώνομαι
-
φανερώνομαι
)
Συνώνυμα
αναιρούμαι
καταργούμαι
απορρίπτομαι
3
Αντώνυμα
επιβεβαιώνομαι
εγκρίνομαι
επιτυγχάνω
3
Ορισμός
Να ακυρώνομαι σημαίνει να μην ισχύω πλέον, να αναιρούμαι ή να καταργούμαι.
Να μη γίνομαι δεκτός ή να απορρίπτομαι.
2
Παραδείγματα
Η συνδιάσκεψη ακυρώθηκε λόγω έλλειψης συμμετοχής.
Η αίτησή του ακυρώθηκε επειδή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις.
2