1. Λέξη
    αλάτι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παλάτι - αλά)
  2. Συνώνυμα
    • άλας
    • αλατόπετρα
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα κρυσταλλικό ορυκτό που αποτελείται κυρίως από χλωριούχο νάτριο (NaCl) και χρησιμοποιείται ευρέως ως καρύκευμα και συντηρητικό τροφίμων.
    • Χημική ένωση που σχηματίζεται από την αντίδραση ενός οξέος και μιας βάσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το αλάτι είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της ισορροπίας των υγρών στο σώμα.
    • Προσθέτουμε λίγο αλάτι στο νερό για να βράσει πιο γρήγορα τα μακαρόνια.
    2