Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αλάτι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παλάτι
-
αλά
)
Συνώνυμα
άλας
αλατόπετρα
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα κρυσταλλικό ορυκτό που αποτελείται κυρίως από χλωριούχο νάτριο (NaCl) και χρησιμοποιείται ευρέως ως καρύκευμα και συντηρητικό τροφίμων.
Χημική ένωση που σχηματίζεται από την αντίδραση ενός οξέος και μιας βάσης.
2
Παραδείγματα
Το αλάτι είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της ισορροπίας των υγρών στο σώμα.
Προσθέτουμε λίγο αλάτι στο νερό για να βράσει πιο γρήγορα τα μακαρόνια.
2