1. Λέξη
    αλά (επίθετο) - (παρόμοια: αλλά - αλάνι - αλάτι - απαλά - αλάνα)
  2. Συνώνυμα
    • αλμυρός
    • παραθαλάσσιος
    2
  3. Αντώνυμα
    • γλυκός
    • άλατος
    2
  4. Ορισμός
    • Που περιέχει αλάτι ή έχει γεύση αλατιού.
    • Που σχετίζεται με τη θάλασσα ή βρίσκεται κοντά σε αυτήν.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το αλά νερό της θάλασσας είναι απαραίτητο για πολλά θαλάσσια οργανισμούς.
    • Ο αλάς αέρας φυσούσε δυνατά στην παραλία.
    2