Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αλά (επίθετο) - (παρόμοια:
αλλά
-
αλάνι
-
αλάτι
-
απαλά
-
αλάνα
)
Συνώνυμα
αλμυρός
παραθαλάσσιος
2
Αντώνυμα
γλυκός
άλατος
2
Ορισμός
Που περιέχει αλάτι ή έχει γεύση αλατιού.
Που σχετίζεται με τη θάλασσα ή βρίσκεται κοντά σε αυτήν.
2
Παραδείγματα
Το αλά νερό της θάλασσας είναι απαραίτητο για πολλά θαλάσσια οργανισμούς.
Ο αλάς αέρας φυσούσε δυνατά στην παραλία.
2