1. Λέξη
    αμηχανία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βιομηχανία - ανία)
  2. Συνώνυμα
    • αμηχανία
    • αμηχανώ
    • αμηχανία
    • αμηχανία
    • αμηχανία
    5
  3. Αντώνυμα
    • ευκολία
    • ευχέρεια
    • ευκολία
    • ευχέρεια
    • ευκολία
    5
  4. Ορισμός
    • Η αίσθηση της δυσκολίας ή της αδυναμίας να αντιμετωπιστεί μια κατάσταση.
    • Η έλλειψη ευχέρειας ή αυτοπεποίθησης σε μια συγκεκριμένη περίσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ένιωσε μεγάλη αμηχανία όταν του ζητήθηκε να μιλήσει μπροστά σε τόσο κόσμο.
    • Η αμηχανία του ήταν εμφανής όταν προσπάθησε να δικαιολογήσει τα λάθη του.
    2