Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανίατος
-
αμηχανία
-
μανία
)
Συνώνυμα
αγωνία
θλίψη
οδύνη
3
Αντώνυμα
ευτυχία
χαρά
ανακούφιση
3
Ορισμός
Η έντονη ψυχική ή σωματική δυσφορία που προκαλείται από κάτι δυσάρεστο ή επώδυνο.
Η αίσθηση βαθιάς θλίψης ή απελπισίας.
2
Παραδείγματα
Η ανία του θανάτου του αγαπημένου του προσώπου τον είχε καταβάλει.
Ζούσε σε μόνιμη ανία λόγω των οικονομικών του προβλημάτων.
2