1. Λέξη
    ανία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανίατος - αμηχανία - μανία)
  2. Συνώνυμα
    • αγωνία
    • θλίψη
    • οδύνη
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευτυχία
    • χαρά
    • ανακούφιση
    3
  4. Ορισμός
    • Η έντονη ψυχική ή σωματική δυσφορία που προκαλείται από κάτι δυσάρεστο ή επώδυνο.
    • Η αίσθηση βαθιάς θλίψης ή απελπισίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανία του θανάτου του αγαπημένου του προσώπου τον είχε καταβάλει.
    • Ζούσε σε μόνιμη ανία λόγω των οικονομικών του προβλημάτων.
    2