Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανάβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανάσταση
-
ανάβω
)
Συνώνυμα
αναρρίχηση
ανέβασμα
προσάναμμα
3
Αντώνυμα
κατάβαση
κατέβασμα
καθόδος
3
Ορισμός
Η κίνηση προς τα πάνω ή προς υψηλότερο σημείο.
Η διαδικασία της μετακίνησης από χαμηλότερο σε υψηλότερο επίπεδο.
Σε μεταφορική έννοια, η πρόοδος ή η βελτίωση σε κάποιο τομέα.
3
Παραδείγματα
Η ανάβαση στο βουνό ήταν εξαντλητική, αλλά η θέα από την κορυφή άξιζε την προσπάθεια.
Η ανάβαση της θερμοκρασίας το καλοκαίρι κάνει τη ζωή δύσκολη στις πόλεις.
Η ανάβαση της καριέρας του ήταν γρήγορη χάρη στη σκληρή δουλειά και την αφοσίωσή του.
3