Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανάβω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανάβαση
-
αναλάβω
)
Συνώνυμα
φωτίζω
άναμμα
ανάπτω
3
Αντώνυμα
σβήνω
σκοτεινιάζω
2
Ορισμός
Να προκαλώ την έναρξη της καύσης σε κάτι.
Να αρχίσει κάτι να καίγεται ή να λειτουργεί, όπως μια φωτιά ή μια συσκευή.
2
Παραδείγματα
Ανάβω τη φωτιά για να ζεσταθούμε.
Ανάβω το φως για να δω καλύτερα.
2