1. Λέξη
    ανάβω (ρήμα) - (παρόμοια: ανάβαση - αναλάβω)
  2. Συνώνυμα
    • φωτίζω
    • άναμμα
    • ανάπτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σβήνω
    • σκοτεινιάζω
    2
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ την έναρξη της καύσης σε κάτι.
    • Να αρχίσει κάτι να καίγεται ή να λειτουργεί, όπως μια φωτιά ή μια συσκευή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ανάβω τη φωτιά για να ζεσταθούμε.
    • Ανάβω το φως για να δω καλύτερα.
    2