1. Λέξη
    ανάθεμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πανάθεμα - ανάθεση)
  2. Συνώνυμα
    • κατάρα
    • αποβολή
    • αφορισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευλογία
    • εξιλέωση
    • συγχώρεση
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη ή η κατάσταση του να αποκηρύσσει κάποιος κάτι ή κάποιον, συχνά με θρησκευτική ή ηθική διάσταση.
    • Μια επίσημη δήλωση ή πράξη που απομακρύνει κάποιον από μια κοινότητα ή ομάδα, συχνά με θρησκευτικές συνέπειες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ιερέας έριξε ανάθεμα στον αμαρτωλό.
    • Το ανάθεμα θεωρείται μια από τις σοβαρότερες ποινές στην εκκλησία.
    2