Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανάθεμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πανάθεμα
-
ανάθεση
)
Συνώνυμα
κατάρα
αποβολή
αφορισμός
3
Αντώνυμα
ευλογία
εξιλέωση
συγχώρεση
3
Ορισμός
Η πράξη ή η κατάσταση του να αποκηρύσσει κάποιος κάτι ή κάποιον, συχνά με θρησκευτική ή ηθική διάσταση.
Μια επίσημη δήλωση ή πράξη που απομακρύνει κάποιον από μια κοινότητα ή ομάδα, συχνά με θρησκευτικές συνέπειες.
2
Παραδείγματα
Ο ιερέας έριξε ανάθεμα στον αμαρτωλό.
Το ανάθεμα θεωρείται μια από τις σοβαρότερες ποινές στην εκκλησία.
2