1. Λέξη
    πανάθεμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανάθεμα)
  2. Συνώνυμα
    • κατάρα
    • αρά
    • αναθεματισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευλογία
    • έπαινος
    • εγκωμιαστικός λόγος
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να καταριέται κάποιος κάποιον ή κάτι.
    • Μια ισχυρή έκφραση αποδοκιμασίας ή μίσους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ιερέας έριξε πανάθεμα στον αμαρτωλό.
    • Οι πολιτικοί του αντίπαλου κόμματος έριξαν πανάθεμα στη νέα πολιτική.
    2