Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πανάθεμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανάθεμα
)
Συνώνυμα
κατάρα
αρά
αναθεματισμός
3
Αντώνυμα
ευλογία
έπαινος
εγκωμιαστικός λόγος
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να καταριέται κάποιος κάποιον ή κάτι.
Μια ισχυρή έκφραση αποδοκιμασίας ή μίσους.
2
Παραδείγματα
Ο ιερέας έριξε πανάθεμα στον αμαρτωλό.
Οι πολιτικοί του αντίπαλου κόμματος έριξαν πανάθεμα στη νέα πολιτική.
2