Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανάνηψη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανάληψη
)
Συνώνυμα
συγκράτηση
εγκράτεια
αποχή
3
Αντώνυμα
απληστία
ασωτία
υπερβολή
3
Ορισμός
Η ικανότητα να ελέγχει κανείς τις ορέξεις και τις επιθυμίες του, ιδιαίτερα σε σχέση με την κατανάλωση αλκοόλ ή άλλων ουσιών.
Η κατάσταση της ψυχικής και σωματικής ισορροπίας μετά από μια περίοδο υπερβολής ή απληστίας.
2
Παραδείγματα
Μετά από χρόνια αλκοολισμού, βρήκε την ανάνηψη και επέστρεψε στην κανονική του ζωή.
Η ανάνηψη μετά από μια νύχτα διαρκούς διασκέδασης ήταν πολύ δύσκολη.
2