1. Λέξη
    ανάνηψη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανάληψη)
  2. Συνώνυμα
    • συγκράτηση
    • εγκράτεια
    • αποχή
    3
  3. Αντώνυμα
    • απληστία
    • ασωτία
    • υπερβολή
    3
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα να ελέγχει κανείς τις ορέξεις και τις επιθυμίες του, ιδιαίτερα σε σχέση με την κατανάλωση αλκοόλ ή άλλων ουσιών.
    • Η κατάσταση της ψυχικής και σωματικής ισορροπίας μετά από μια περίοδο υπερβολής ή απληστίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από χρόνια αλκοολισμού, βρήκε την ανάνηψη και επέστρεψε στην κανονική του ζωή.
    • Η ανάνηψη μετά από μια νύχτα διαρκούς διασκέδασης ήταν πολύ δύσκολη.
    2