Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανάληψη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επανάληψη
-
ανάνηψη
-
αντίληψη
)
Συνώνυμα
ανάσταση
επανάληψη
αναβίωση
3
Αντώνυμα
κατάληψη
πτώση
πτώτωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να ανεβαίνει κάποιος ή κάτι σε ψηλότερο σημείο.
Η επανάληψη μιας δραστηριότητας ή γεγονότος.
Στη θρησκευτική χρήση, η ανάληψη αναφέρεται στην άνοδο του Χριστού στον ουρανό.
3
Παραδείγματα
Η ανάληψη του βουνού ήταν εξαντλητική αλλά ευχάριστη.
Η ανάληψη της εξουσίας από τον νέο ηγέτη έγινε χωρίς προβλήματα.
Η Ανάληψη του Χριστού γιορτάζεται σαράντα ημέρες μετά το Πάσχα.
3