1. Λέξη
    ανάσκελα (επίρρημα) - (παρόμοια: ανάσα)
  2. Συνώνυμα
    • ανάποδα
    • κοίλα
    • πλάγια
    3
  3. Αντώνυμα
    • όρθια
    • κατάκορφα
    2
  4. Ορισμός
    • Με τον πλάτη προς τα κάτω.
    • Σε θέση όπου το πάνω μέρος βρίσκεται προς τα κάτω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έπεσε ανάσκελα στο πάτωμα.
    • Το πλοίο αναποδογύρισε και έμεινε ανάσκελα.
    2