Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανάσκελα (επίρρημα) - (παρόμοια:
ανάσα
)
Συνώνυμα
ανάποδα
κοίλα
πλάγια
3
Αντώνυμα
όρθια
κατάκορφα
2
Ορισμός
Με τον πλάτη προς τα κάτω.
Σε θέση όπου το πάνω μέρος βρίσκεται προς τα κάτω.
2
Παραδείγματα
Έπεσε ανάσκελα στο πάτωμα.
Το πλοίο αναποδογύρισε και έμεινε ανάσκελα.
2