1. Λέξη
    ανάσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανάστημα - ανάσταση - ανάσκελα)
  2. Συνώνυμα
    • πνοή
    • αναπνοή
    • λαχάνιασμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • απνοία
    • αναπνευστική ανακοπή
    2
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία της εισπνοής και εκπνοής αέρα από τους πνεύμονες.
    • Η ζωτική ενέργεια ή η δύναμη που δίνεται από την αναπνοή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έπιασε την ανάσα του μετά από τον μαραθώνιο.
    • Η ανάσα του ανέμου έφερε μια δροσιά στο καυτό απόγευμα.
    2