Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανάσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανάστημα
-
ανάσταση
-
ανάσκελα
)
Συνώνυμα
πνοή
αναπνοή
λαχάνιασμα
3
Αντώνυμα
απνοία
αναπνευστική ανακοπή
2
Ορισμός
Η διαδικασία της εισπνοής και εκπνοής αέρα από τους πνεύμονες.
Η ζωτική ενέργεια ή η δύναμη που δίνεται από την αναπνοή.
2
Παραδείγματα
Έπιασε την ανάσα του μετά από τον μαραθώνιο.
Η ανάσα του ανέμου έφερε μια δροσιά στο καυτό απόγευμα.
2