1. Λέξη
    ανέκδοτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αντίδοτο)
  2. Συνώνυμα
    • αστείο
    • χιούμορ
    • πλάκα
    3
  3. Αντώνυμα
    • σοβαρότητα
    • επισημότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια μικρή ιστορία ή περιστατικό που έχει ως σκοπό να προκαλέσει γέλιο.
    • Μια αφήγηση που περιλαμβάνει χιούμορ και συχνά περιλαμβάνει απροσδόκητες καταστάσεις ή λεπτομέρειες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης διηγήθηκε ένα πολύ αστείο ανέκδοτο που έκανε όλους να γελούν.
    • Τα ανέκδοτα που λέει πάντα έχουν μια δόση σαρκασμού.
    2