Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανέκδοτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αντίδοτο
)
Συνώνυμα
αστείο
χιούμορ
πλάκα
3
Αντώνυμα
σοβαρότητα
επισημότητα
2
Ορισμός
Μια μικρή ιστορία ή περιστατικό που έχει ως σκοπό να προκαλέσει γέλιο.
Μια αφήγηση που περιλαμβάνει χιούμορ και συχνά περιλαμβάνει απροσδόκητες καταστάσεις ή λεπτομέρειες.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης διηγήθηκε ένα πολύ αστείο ανέκδοτο που έκανε όλους να γελούν.
Τα ανέκδοτα που λέει πάντα έχουν μια δόση σαρκασμού.
2