1. Λέξη
    αντίδοτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανέκδοτο - αντίο - αντίδραση)
  2. Συνώνυμα
    • θεραπεία
    • φάρμακο
    • γιατρειά
    3
  3. Αντώνυμα
    • δηλητήριο
    • τοξίνη
    2
  4. Ορισμός
    • Ουσία ή μέθοδος που χρησιμοποιείται για την εξουδετέρωση των επιπτώσεων μιας τοξίνης ή δηλητηρίου.
    • Κάτι που λύνει ή αμβλύνει ένα πρόβλημα ή μια δυσάρεστη κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το αντίδοτο για τη δηλητηρίαση από φίδια πρέπει να χορηγηθεί άμεσα.
    • Η συζήτηση αποτέλεσε το αντίδοτο για την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών.
    2