Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντίδοτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανέκδοτο
-
αντίο
-
αντίδραση
)
Συνώνυμα
θεραπεία
φάρμακο
γιατρειά
3
Αντώνυμα
δηλητήριο
τοξίνη
2
Ορισμός
Ουσία ή μέθοδος που χρησιμοποιείται για την εξουδετέρωση των επιπτώσεων μιας τοξίνης ή δηλητηρίου.
Κάτι που λύνει ή αμβλύνει ένα πρόβλημα ή μια δυσάρεστη κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Το αντίδοτο για τη δηλητηρίαση από φίδια πρέπει να χορηγηθεί άμεσα.
Η συζήτηση αποτέλεσε το αντίδοτο για την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών.
2