1. Λέξη
    αναβολικό (επίθετο) - (παρόμοια: αναβολή - ανατολικός)
  2. Συνώνυμα
    • καθυστερητικό
    • βραδυντικό
    2
  3. Αντώνυμα
    • επιταχυντικό
    • ταχυντικό
    2
  4. Ορισμός
    • που προκαλεί καθυστέρηση ή αναβολή
    • που σχετίζεται με την αναβολή μιας ενέργειας
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το αναβολικό φάρμακο έδωσε περισσότερο χρόνο στον αθλητή για να αναρρώσει.
    • Η αναβολική πολιτική της εταιρείας οδήγησε σε απώλειες.
    2