Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναβολικό (επίθετο) - (παρόμοια:
αναβολή
-
ανατολικός
)
Συνώνυμα
καθυστερητικό
βραδυντικό
2
Αντώνυμα
επιταχυντικό
ταχυντικό
2
Ορισμός
που προκαλεί καθυστέρηση ή αναβολή
που σχετίζεται με την αναβολή μιας ενέργειας
2
Παραδείγματα
Το αναβολικό φάρμακο έδωσε περισσότερο χρόνο στον αθλητή για να αναρρώσει.
Η αναβολική πολιτική της εταιρείας οδήγησε σε απώλειες.
2