Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναβολικό
-
ανατολή
-
αναστολή
-
αναβοσβήνω
)
Συνώνυμα
καθυστέρηση
παράταση
χρονοτριβή
3
Αντώνυμα
επείγουσα ενέργεια
άμεση δράση
ταχύτητα
3
Ορισμός
Η πράξη της καθυστέρησης ή της μετακίνησης κάτι για μετέπειτα χρόνο.
Η διαδικασία της παράτασης ενός χρονικού ορίου.
2
Παραδείγματα
Η αναβολή της συνάντησης οφείλεται στην ασθένεια του προέδρου.
Ζήτησαν αναβολή της δίκης για να προετοιμάσουν καλύτερα την υπεράσπισή τους.
2