Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναβοσβήνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναβολή
)
Συνώνυμα
φέγγω αμυδρά
λαμπυρίζω
τρεμοσβήνω
3
Αντώνυμα
φωτίζω σταθερά
λάμπω συνεχώς
2
Ορισμός
Εκπέμπω φως που μεταβάλλεται σε ένταση ή που εμφανίζεται και εξαφανίζεται εναλλάξ.
Παρουσιάζω διακυμάνσεις στη λάμψη ή στη φωτεινότητα.
2
Παραδείγματα
Τα αστέρια αναβοσβήνουν στον νυχτερινό ουρανό.
Το φως του φανού αναβοσβήνει λόγω του χαλασμένου καλωδίου.
2