1. Λέξη
    αναβοσβήνω (ρήμα) - (παρόμοια: αναβολή)
  2. Συνώνυμα
    • φέγγω αμυδρά
    • λαμπυρίζω
    • τρεμοσβήνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • φωτίζω σταθερά
    • λάμπω συνεχώς
    2
  4. Ορισμός
    • Εκπέμπω φως που μεταβάλλεται σε ένταση ή που εμφανίζεται και εξαφανίζεται εναλλάξ.
    • Παρουσιάζω διακυμάνσεις στη λάμψη ή στη φωτεινότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα αστέρια αναβοσβήνουν στον νυχτερινό ουρανό.
    • Το φως του φανού αναβοσβήνει λόγω του χαλασμένου καλωδίου.
    2