Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναγεννηθεί (ρήμα) - (παρόμοια:
γεννηθεί
)
Συνώνυμα
αναζωογονηθεί
ανανεωθεί
αναβιώσει
3
Αντώνυμα
εξαφανιστεί
χαθεί
πεθάνει
3
Ορισμός
Να επανέλθει στη ζωή ή στη δράση μετά από περίοδο παρακμής ή αδράνειας.
Να αποκτήσει νέα ζωή ή ενέργεια.
2
Παραδείγματα
Μετά από χρόνια παρακμής, η πόλη αναγεννήθηκε χάρη στις νέες επενδύσεις.
Ο πολιτισμός της εποχής αναγεννήθηκε με την επιστροφή στις αρχαίες αξίες.
2