1. Λέξη
    γεννηθεί (ρήμα) - (παρόμοια: γεννηθώ - αναγεννηθεί - γεννώ - γεννητικό)
  2. Συνώνυμα
    • γεννημένος
    • γεννηθέντας
    • γεννημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγέννητος
    • αποθανών
    2
  4. Ορισμός
    • Παθητική μετοχή του ρήματος γεννώ, που σημαίνει ότι κάποιος ή κάτι έχει προκύψει από γέννα ή δημιουργία.
    • Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την προέλευση ή την αρχή της ύπαρξης κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ποιητής γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό.
    • Η ιδέα γεννήθηκε κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης.
    2