Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεννηθεί (ρήμα) - (παρόμοια:
γεννηθώ
-
αναγεννηθεί
-
γεννώ
-
γεννητικό
)
Συνώνυμα
γεννημένος
γεννηθέντας
γεννημένος
3
Αντώνυμα
αγέννητος
αποθανών
2
Ορισμός
Παθητική μετοχή του ρήματος γεννώ, που σημαίνει ότι κάποιος ή κάτι έχει προκύψει από γέννα ή δημιουργία.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την προέλευση ή την αρχή της ύπαρξης κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο ποιητής γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό.
Η ιδέα γεννήθηκε κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης.
2