Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναθέτω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναθέσω
)
Συνώνυμα
ορίζω
επιβάλλω
αποδίδω
3
Αντώνυμα
αποσύρω
ανακτώ
αποποιούμαι
3
Ορισμός
Εκχωρώ μια ευθύνη ή καθήκον σε κάποιον άλλο.
Αναθέτω μια δουλειά ή έργο σε κάποιον για να το εκτελέσει.
2
Παραδείγματα
Ο διευθυντής θα αναθέσει το νέο έργο στην ομάδα μου.
Ανέθεσε στον γιο του τη διαχείριση της επιχείρησης.
2