Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναθέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναθέτω
-
ανακαλέσω
)
Συνώνυμα
εμπιστεύομαι
αποδίδω
ορίζω
3
Αντώνυμα
αποσύρω
αποποιούμαι
αρνούμαι
3
Ορισμός
Εντοπίζω ή αναθέτω κάποιο καθήκον ή ευθύνη σε κάποιον άλλο.
Αποδίδω ή αναγνωρίζω κάτι σε κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Θα σας αναθέσω την ευθύνη του έργου.
Ανέθεσε την εκπαίδευση των νέων σε έμπειρους εκπαιδευτές.
2