1. Λέξη
    αναθεματίζω (ρήμα) - (παρόμοια: αναθεματισμένος - ανατίθεμαι)
  2. Συνώνυμα
    • καταριέμαι
    • βλαστημώ
    • αποκηρύσσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευλογώ
    • εγκρίνω
    • επαινώ
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω έντονη αποδοκιμασία ή κατάρα προς κάποιον ή κάτι.
    • Αποκηρύσσω κάποιον ή κάτι με θρησκευτικό ή ηθικό τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ιερέας αναθεμάτισε τους αμαρτωλούς κατά την ομιλία του.
    • Οι κάτοικοι του χωριού αναθεμάτισαν τον άνθρωπο που έκανε την κακή πράξη.
    2