Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναθεματίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναθεματισμένος
-
ανατίθεμαι
)
Συνώνυμα
καταριέμαι
βλαστημώ
αποκηρύσσω
3
Αντώνυμα
ευλογώ
εγκρίνω
επαινώ
3
Ορισμός
Εκφράζω έντονη αποδοκιμασία ή κατάρα προς κάποιον ή κάτι.
Αποκηρύσσω κάποιον ή κάτι με θρησκευτικό ή ηθικό τρόπο.
2
Παραδείγματα
Ο ιερέας αναθεμάτισε τους αμαρτωλούς κατά την ομιλία του.
Οι κάτοικοι του χωριού αναθεμάτισαν τον άνθρωπο που έκανε την κακή πράξη.
2