1. Λέξη
    αναιμία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανατομία - ατιμία - αναιρώ - αναισθησία)
  2. Συνώνυμα
    • ασθένηση
    • αδυναμία
    • εξάντληση
    3
  3. Αντώνυμα
    • δύναμη
    • υγεία
    • ευεξία
    3
  4. Ορισμός
    • Μια κατάσταση στην οποία το αίμα δεν περιέχει αρκετό αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων ή αρκετή αιμοσφαιρίνη, με αποτέλεσμα την έλλειψη οξυγόνου στα κύτταρα του σώματος.
    • Γενική αδυναμία ή έλλειψη ενέργειας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αναιμία μπορεί να προκληθεί από έλλειψη σιδήρου στη διατροφή.
    • Μετά την απώλεια αίματος, ο ασθενής ένιωθε έντονη αναιμία και κόπωση.
    2