Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναισθησία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ευαισθησία
-
αναισθητικό
-
αναιμία
-
ανοησία
)
Συνώνυμα
αναλγησία
απάθεια
αναισθητοποίηση
3
Αντώνυμα
ευαισθησία
επαίσθηση
αίσθηση
3
Ορισμός
Η έλλειψη αίσθησης ή συναισθήματος.
Η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο δεν αισθάνεται πόνο ή άλλες ερεθίσματα.
Στην ιατρική, η επαγγελματική χρήση φαρμάκων για την εξουδετέρωση του πόνου κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων.
3
Παραδείγματα
Η αναισθησία έκανε την επέμβαση ανώδυνη για τον ασθενή.
Μετά το ατύχημα, ένιωθε μια αναισθησία στο χέρι του.
Η ηθική αναισθησία μπορεί να οδηγήσει σε απάνθρωπες πράξεις.
3