Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακαίνιση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανακούφιση
-
ανακαλώ
)
Συνώνυμα
αναμόρφωση
ανανέωση
επισκευή
αναδιάρθρωση
4
Αντώνυμα
καταστροφή
ερείπωση
παλαίωση
φθορά
4
Ορισμός
Η διαδικασία ανανέωσης ή επισκευής ενός κτιρίου ή χώρου ώστε να γίνει πιο σύγχρονο ή λειτουργικό.
Η ενέργεια της βελτίωσης ή της ενημέρωσης κάποιου πράγματος.
2
Παραδείγματα
Η ανακαίνιση του σπιτιού διήρκεσε τρεις μήνες.
Μετά την ανακαίνιση, το μαγαζί έγινε πιο ελκυστικό για τους πελάτες.
2