Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακαλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ξανακαλώ
-
ανακαλύψω
-
ανακαλέσω
-
ανακαλύπτω
-
ανακατεύω
-
αντανακλώ
-
ανακατέψω
-
ανακατωτά
-
ανακτώ
-
ανακατευτώ
-
ανακαίνιση
)
Συνώνυμα
αποσύρω
ακυρώνω
μετανιώνω
3
Αντώνυμα
επιβεβαιώνω
επαναλαμβάνω
εξακολουθώ
3
Ορισμός
Επαναφέρω κάτι που είχε προηγουμένως δηλωθεί ή υποσχεθεί.
Μεταβάλλω ή ακυρώνω μια προηγούμενη δήλωση ή ενέργεια.
2
Παραδείγματα
Ανακαλώ ό,τι είπα νωρίτερα, γιατί δεν το εννοούσα.
Ο υπουργός ανακαλεί την ανακοίνωσή του μετά την έκρηξη της διαμάχης.
2