Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακωχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανακτώ
)
Συνώνυμα
εκεχειρία
παύση πυρών
διακοπή εχθροπραξιών
3
Αντώνυμα
πόλεμος
σύγκρουση
εχθροπραξία
3
Ορισμός
Προσωρινή διακοπή των εχθροπραξιών μεταξύ δύο αντιμαχόμενων πλευρών.
Συμφωνία για παύση των πολεμικών ενεργειών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
2
Παραδείγματα
Οι δύο χώρες συμφώνησαν σε ανακωχή ώστε να διαπραγματευτούν ειρηνευτικές συμφωνίες.
Η ανακωχή κηρύχθηκε μετά από μήνες συνεχών μαχών.
2