1. Λέξη
    ανακωχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανακτώ)
  2. Συνώνυμα
    • εκεχειρία
    • παύση πυρών
    • διακοπή εχθροπραξιών
    3
  3. Αντώνυμα
    • πόλεμος
    • σύγκρουση
    • εχθροπραξία
    3
  4. Ορισμός
    • Προσωρινή διακοπή των εχθροπραξιών μεταξύ δύο αντιμαχόμενων πλευρών.
    • Συμφωνία για παύση των πολεμικών ενεργειών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι δύο χώρες συμφώνησαν σε ανακωχή ώστε να διαπραγματευτούν ειρηνευτικές συμφωνίες.
    • Η ανακωχή κηρύχθηκε μετά από μήνες συνεχών μαχών.
    2