1. Λέξη
    ανακτώ (ρήμα) - (παρόμοια: αναρτώ - ανακατευτώ - αναζητώ - αναρωτώ - ανακαλώ - ανακωχή - ανακοπή)
  2. Συνώνυμα
    • αποκαθιστώ
    • επανέρχομαι
    • ανακτώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • χάνω
    • αποβάλλω
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Επαναλαμβάνω την απόκτηση κάτι που είχα χάσει.
    • Επιστρέφω σε μια προηγούμενη κατάσταση ή θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μπόρεσα να ανακτήσω τα χρήματα που είχα χάσει.
    • Μετά από μια σύντομη παύση, ανακάλυψα ότι μπορούσα να ανακτήσω την υγεία μου.
    2