Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανακτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αναρτώ
-
ανακατευτώ
-
αναζητώ
-
αναρωτώ
-
ανακαλώ
-
ανακωχή
-
ανακοπή
)
Συνώνυμα
αποκαθιστώ
επανέρχομαι
ανακτώ
3
Αντώνυμα
χάνω
αποβάλλω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Επαναλαμβάνω την απόκτηση κάτι που είχα χάσει.
Επιστρέφω σε μια προηγούμενη κατάσταση ή θέση.
2
Παραδείγματα
Μπόρεσα να ανακτήσω τα χρήματα που είχα χάσει.
Μετά από μια σύντομη παύση, ανακάλυψα ότι μπορούσα να ανακτήσω την υγεία μου.
2