1. Λέξη
    αναμειγνύω (ρήμα) - (παρόμοια: αναμεμειγμένος)
  2. Συνώνυμα
    • ανακατεύω
    • συγχέω
    • συνδυάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαχωρίζω
    • ξεχωρίζω
    • απομονώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να συνδυάζω ή να ανακατεύω διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους.
    • Να εισάγω κάτι σε ένα σύνολο ή μια ομάδα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αναμειγνύω το αλεύρι με τα αυγά για να φτιάξω τη ζύμη.
    • Δεν πρέπει να αναμειγνύουμε την προσωπική μας ζωή με τη δουλειά.
    2