Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναμειγνύω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναμεμειγμένος
)
Συνώνυμα
ανακατεύω
συγχέω
συνδυάζω
3
Αντώνυμα
διαχωρίζω
ξεχωρίζω
απομονώνω
3
Ορισμός
Να συνδυάζω ή να ανακατεύω διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους.
Να εισάγω κάτι σε ένα σύνολο ή μια ομάδα.
2
Παραδείγματα
Αναμειγνύω το αλεύρι με τα αυγά για να φτιάξω τη ζύμη.
Δεν πρέπει να αναμειγνύουμε την προσωπική μας ζωή με τη δουλειά.
2