1. Λέξη
    αναμεμειγμένος (επίθετο) - (παρόμοια: αναμμένος - αναπτυγμένος - αναμειγνύω - αποδεδειγμένος)
  2. Συνώνυμα
    • μικτός
    • συγκερασμένος
    • ανακατεμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθαρός
    • αμιγής
    • αμόλυντος
    3
  4. Ορισμός
    • που περιέχει διάφορα στοιχεία ή συστατικά αναμειγμένα μεταξύ τους
    • που έχει υποστεί ανάμειξη με άλλα στοιχεία ή επηρεάστηκε από αυτά
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ποτό ήταν αναμεμειγμένο με χυμό πορτοκαλιού.
    • Ο πληθυσμός της πόλης είναι πολύ αναμεμειγμένος λόγω των μεταναστών.
    2