Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναμεμειγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αναμμένος
-
αναπτυγμένος
-
αναμειγνύω
-
αποδεδειγμένος
)
Συνώνυμα
μικτός
συγκερασμένος
ανακατεμένος
3
Αντώνυμα
καθαρός
αμιγής
αμόλυντος
3
Ορισμός
που περιέχει διάφορα στοιχεία ή συστατικά αναμειγμένα μεταξύ τους
που έχει υποστεί ανάμειξη με άλλα στοιχεία ή επηρεάστηκε από αυτά
2
Παραδείγματα
Το ποτό ήταν αναμεμειγμένο με χυμό πορτοκαλιού.
Ο πληθυσμός της πόλης είναι πολύ αναμεμειγμένος λόγω των μεταναστών.
2