Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανανεώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναρρώνω
)
Συνώνυμα
αναζωογονώ
ενημερώνω
αναβαθμίζω
αναθερμαίνω
4
Αντώνυμα
παρατηρώ
αφήνω
εγκαταλείπω
ξεχνώ
4
Ορισμός
Επαναλαμβάνω μια διαδικασία ή μια ενέργεια για να δώσω νέα ζωή ή ενέργεια σε κάτι.
Εκσυγχρονίζω ή ενημερώνω κάτι ώστε να γίνει πιο σύγχρονο ή αποτελεσματικό.
Επαναλαμβάνω μια συνδρομή ή μια συμφωνία για να συνεχιστεί.
3
Παραδείγματα
Ανανεώνω το πάσο μου για τα ΜΜΜ κάθε μήνα.
Η εταιρεία ανανεώνει τον εξοπλισμό της για να αυξήσει την παραγωγικότητα.
Ανανεώνω τη συνδρομή μου στο περιοδικό για άλλο ένα έτος.
3