1. Λέξη
    ανανεώνω (ρήμα) - (παρόμοια: αναρρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • αναζωογονώ
    • ενημερώνω
    • αναβαθμίζω
    • αναθερμαίνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • παρατηρώ
    • αφήνω
    • εγκαταλείπω
    • ξεχνώ
    4
  4. Ορισμός
    • Επαναλαμβάνω μια διαδικασία ή μια ενέργεια για να δώσω νέα ζωή ή ενέργεια σε κάτι.
    • Εκσυγχρονίζω ή ενημερώνω κάτι ώστε να γίνει πιο σύγχρονο ή αποτελεσματικό.
    • Επαναλαμβάνω μια συνδρομή ή μια συμφωνία για να συνεχιστεί.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ανανεώνω το πάσο μου για τα ΜΜΜ κάθε μήνα.
    • Η εταιρεία ανανεώνει τον εξοπλισμό της για να αυξήσει την παραγωγικότητα.
    • Ανανεώνω τη συνδρομή μου στο περιοδικό για άλλο ένα έτος.
    3