1. Λέξη
    αναρρώνω (ρήμα) - (παρόμοια: αναπληρώνω - ανανεώνω)
  2. Συνώνυμα
    • συνέρχομαι
    • γιατρεύομαι
    • ανακτώ τις δυνάμεις μου
    3
  3. Αντώνυμα
    • αρρωσταίνω
    • αποδυναμώνομαι
    • χειροτερεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Επαναλαμβάνω την υγεία μου μετά από ασθένεια ή τραυματισμό.
    • Ανακτώ τις σωματικές ή ψυχικές μου δυνάμεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από δύο εβδομάδες ξεκούρασης, ο ασθενής άρχισε να αναρρώνει.
    • Η ησυχία και η καλή διατροφή βοηθούν να αναρρώσει κανείς πιο γρήγορα.
    2