Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναρρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναπληρώνω
-
ανανεώνω
)
Συνώνυμα
συνέρχομαι
γιατρεύομαι
ανακτώ τις δυνάμεις μου
3
Αντώνυμα
αρρωσταίνω
αποδυναμώνομαι
χειροτερεύω
3
Ορισμός
Επαναλαμβάνω την υγεία μου μετά από ασθένεια ή τραυματισμό.
Ανακτώ τις σωματικές ή ψυχικές μου δυνάμεις.
2
Παραδείγματα
Μετά από δύο εβδομάδες ξεκούρασης, ο ασθενής άρχισε να αναρρώνει.
Η ησυχία και η καλή διατροφή βοηθούν να αναρρώσει κανείς πιο γρήγορα.
2